03 Ιούλ Η ιατρική προσέγγιση των πολιτών σχετικά με τον εμβολιασμό
Οι γιατροί είναι αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τις αποφάσεις των πολιτών σχετικά με την υγεία τους. Η σθεναρή τους σύσταση για τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού συμβάλλει αποφασιστικά στην παρακίνηση των ατόμων να εμβολιαστούν. Οι πολίτες κατατάσσουν σταθερά τους γιατρούς ως τους πλέον αξιόπιστους σύμβουλους ως προς τα εμβόλια που επειδή είναι νέα είναι αναμενόμενο να αντιμετωπίζονται με διστακτικότητα. Οι επαγγελματίες υγείας είναι οι πλέον κατάλληλοι να μειώσουν τη διστακτικότητα αυτή, παρέχοντας επιστημονικές και αξιόπιστες απαντήσεις είτε αυτές αφορούν τις παρενέργειες των εμβολίων είτε τις απορίες που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση του εμβολίου με άλλα φάρμακα τα οποία ήδη λαμβάνουν.
Κατά την προσέγγιση του προβλήματος, οι γιατροί καλό θα ήταν να μιλούν στους ασθενείς για τη δική τους εμπειρία εμβολιασμού και να μοιράζονται τους λόγους εμβολιασμού, τις ανησυχίες και τα δεδομένα που τους έκαναν να αισθάνονται σίγουροι για το εμβόλιο. Πρέπει επίσης να είναι ειλικρινείς σχετικά με τις παρενέργειες και να παροτρύνουν για τον εμβολιασμό και των μελών της οικογένειας των ασθενών, ενθαρρύνοντας παράλληλα και το προσωπικό της ιατρικής μονάδας να κάνει το ίδιο.
Είναι συχνή τακτική οι άνθρωποι που φοβούνται να ανατρέχουν σε μαρτυρίες για παρενέργειες από το εμβόλιο, έτσι ώστε να δικαιώσουν τον φόβο τους και να ενισχύσουν την απόφασή τους να μην εμβολιαστούν. Ο ρόλος του γιατρού είναι να διασκεδάσει τον φόβο παρέχοντας ειλικρινείς και τεκμηριωμένες εξηγήσεις. Παρενέργειες μπορεί να εμφανιστούν μετά τον εμβολιασμό, αλλά αυτές είναι σπάνιες, αναμενόμενες και κατά κανόνα ήπιες. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι είναι πιθανόν να παρουσιάσουν συμπτώματα τα οποία εν πολλοίς είναι ψυχοσωματικά και οφείλονται στον φόβο ή στις αρνητικές σκέψεις σχετικά με το εμβόλιο.
Οι γιατροί πρέπει να καταστήσουν τον εμβολιασμό κοινωνικά αυτονόητο. Επίσης πρέπει να επισημαίνουν πόσα άτομα εμβολιάζονται (π.χ., «84% των ασθενών μου άνω των 60 ετών έχουν κάνει το εμβόλιο COVID-19»). Χρειάζονται δύο εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό για την ανάπτυξη προστασίας (ανοσίας) έναντι του κορωνοϊού. Πλήρης προστασία επιτυγχάνεται 2 εβδομάδες μετά τη 2η δόση ενός εμβολίου 2 δόσεων ή 2 εβδομάδες μετά από ένα εμβόλιο 1 δόσης. Επομένως ο χρόνος που θα χρειαστεί για να εμβολιαστεί το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού είναι μία βασική συνιστώσα στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Απαντήσεις σε κοινές απορίες από ειδικούς είναι απαραίτητες για την κινητοποίηση των πολιτών και τον εμβολιασμό τους. Οι πλήρως εμβολιασμένοι μπορούν να αρχίσουν να κάνουν πράγματα που είχαν σταματήσει να κάνουν λόγω της πανδημίας και να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους χωρίς μάσκα ή τήρηση απόστασης 2 μέτρων, εκτός εάν αυτό απαιτείται από νόμους και κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών επιχειρήσεων και των χώρων εργασίας. Εάν εμβολιαστούν και βρεθούν κοντά σε κάποιον που έχει COVID-19, δεν χρειάζεται να μείνουν μακριά από άλλους ή να κάνουν τεστ, εκτός εάν αναπτύξουν συμπτώματα.
Ο ρόλος των γιατρών στην ενημέρωση των πολιτών είναι εξαιρετικά σημαντικός και έχει θετικά αποτελέσματα, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης όχι μόνο με την άσκηση της ιατρικής, αλλά και με την επικοινωνία με τους πολίτες.