04 Μαρ Η σπουδαιότητα της τελείας
Η τελεία στον γραπτό λόγο συμβολίζει την ολοκλήρωση του νοήματος και προετοιμάζει για την αρχή μιας καινούργιας πρότασης. Χωρίς τελείες το νόημα χάνεται και η κατάληξη είναι η παραίτηση του αναγνώστη από την προσπάθεια κατανόησης του κειμένου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στον προφορικό λόγο. Η διαρκής παράθεση πληροφοριών και η επακόλουθη ανάλυσή τους καταργεί τη δυνατότητα κατανόησης και κριτικής ανάλυσης, αφήνοντας τον ακροατή ή συνομιλητή μετέωρο και μπερδεμένο.
Η γλώσσα μας διδάσκει πολλές φορές πολύτιμα μαθήματα που δεν περιορίζονται στα γραμματικά φαινόμενα. Στις ανθρώπινες σχέσεις ή στη διαχείριση τραυματικών γεγονότων η ανάγκη να βάλουμε τελεία εκφράζεται είτε με τη συμπεριφορά μας είτε με συμπτώματα που πηγάζουν από τη σφαίρα της ψυχικής υγείας.
Ο κοινωνικός ψυχολόγος Arie Kruglanski ήταν ο πρώτος που οικειοποιήθηκε την έννοια της «ανάγκης για τερματισμό ή κλείσιμο ή επίλογο» σε μία συνθήκη η οποία μας κρατά καθηλωμένους στα συναισθήματά μας και δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε. Η συνθήκη αυτή συνήθως συνδέεται με μία απώλεια που αρνούμαστε να αποδεχθούμε καθώς μας κατακλύει με χιλιάδες γιατί. Μπορεί να αφορά έναν χωρισμό, έναν θάνατο ή την απώλεια μιας ιδιότητάς μας, π.χ. την ιδιότητα του υγιούς, του ατραυμάτιστου, του άτρωτου.
Συνήθως, όταν βιώνουμε μία απώλεια, η ανάγκη μας να κατανοήσουμε τι συνέβη είναι μικρότερη από την ανάγκη μας να αποκαταστήσουμε την απώλεια και να επανέλθουμε στο πρότερο επίπεδο λειτουργικότητάς μας, όταν η απώλεια δεν είχε τελεστεί. Η αποδοχή του τετελεσμένου είναι η πρώτη τελεία που πρέπει να μπει για να επιτραπεί η έναρξη της κριτικής ανάλυσης του γεγονότος και η απάντηση στo θεμελιώδες ερώτημα «γιατί συνέβη αυτό σε μένα;». Η επόμενη τελεία που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε μπαίνει ακριβώς στο σημείο που συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει πάντα απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε σε αυτήν την τελεία τόσο ευκολότερα θα απαγκιστρωθούμε από τα τραύματα που κρατάνε δέσμιους.
Αν η απάντηση δεν είναι προφανής – και στα περισσότερα τραυματικά γεγονότα δεν είναι- η επίμονη και αγωνιώδης προσπάθεια να κατανοήσουμε το ακατανόητο μοιάζει με ένα αέναο αυτομαστίγωμα, που αναπαράγει τον πόνο και δεν αφήνει τις πληγές να επουλωθούν. Σε αυτήν την περίπτωση η τελεία επιβάλλεται να μπει ακόμα και αν τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα, για να σημάνει την έναρξη του νέου, του διαφορετικού, του «παρακάτω».
Η σαφής και συνειδητή επιλογή του «αφήνω πίσω μου» αυτό που με βαραίνει παρόλο που δεν το έχω κατανοήσει πλήρως, θα μου επιτρέψει να προχωρήσω σε ένα άλλο μονοπάτι και να κάνω ένα νέο ξεκίνημα. Όπως ακριβώς η τελεία ως σημείο στίξης μου επιτρέπει να πάρω αναπνοή από τη μία πρόταση στην επόμενη, έτσι και η συμβολική τελεία μου αφήνει το περιθώριο να αναπνεύσω, να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να συνεχίσω. Όταν ανασυγκροτηθώ, θα είμαι σε θέση να αναλογιστώ αυτό που έγινε και να το ενσωματώσω ως εμπειρία.
Τον ρόλο της τελείας υπηρετεί η δικαιοσύνη στα τραυματικά γεγονότα που οφείλονται σε παραβατική συμπεριφορά. Γι΄αυτόν τον λόγο η δικαιοσύνη δεν απονέμεται όταν δεν απονέμεται γρήγορα. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την καταγγελία μέχρι τη λήψη της απόφασης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το θύμα παραμένει τραυματισμένο και αιμορραγεί. Ακόμα κι αν προσπαθήσει να βάλει το ίδιο τελεία και να συνεχίσει τη ζωή του η αιμορραγία δεν θα σταματήσει αν δεν γευτεί το αίσθημα της δικαίωσης.
Η σπουδαιότητα της τελείας είναι σημαντική και στην καθημερινότητά μας, ακόμα και σε μικρότερης σημασίας θέματα. Η ολοκλήρωση ενός έργου, η τακτοποίηση μιας εκκρεμότητας, η λήξη ενός καβγά αποτελούν μικρές τελείες που συμβάλλουν στη διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας.